- κάδμιο
- Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cd. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 48, ατομική μάζα 112,41 και οκτώ σταθερά ισότοπα. Το παρατήρησε για πρώτη φορά το 1817 ο Γερμανός χημικός Στρόμεγιερ (1776-1835) στον σμιθσονίτη (ανθρακικό ψευδάργυρο) και βρίσκεται γενικά σε μικρές ποσότητες στα ορυκτά του ψευδαργύρου (τα καθαρά ορυκτά του κ. είναι πολύ σπάνια). Το κ. διαχωρίζεται με εξάτμιση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για την εξαγωγή του ψευδαργύρου.
Έχει εμφάνιση αργυρόλευκου μετάλλου με σημείο τήξης 320,9°C· είναι μαλακό, εύκαμπτο και σφυρηλατήσιμο. Συμπεριφέρεται γενικά ως δισθενές. Από τις διάφορες ενώσεις του περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το θειούχο κ. (CdS), που χρησιμοποιείται στην παραγωγή κίτρινου χρώματος. Έχει έντονη τάση να δίνει σύμπλοκα άλατα.
Στη μεταλλική κατάσταση το κ. έχει την ικανότητα να δεσμεύει νετρόνια και γι’ αυτό χρησιμοποιείται στους πυρηνικούς αντιδραστήρες για τη ρύθμιση της ταχύτητας των πυρηνικών αντιδράσεων. Σχηματίζει μερικά ευδιάλυτα κράματα, ενώ μπορεί επίσης να αντικαταστήσει τον ψευδάργυρο στις επιμεταλλώσεις, για την επικάλυψη του σιδήρου ή άλλων μετάλλων (επικαδμίωση), με σκοπό την προστασία από τη διάβρωση.
Το κ. χρησιμοποιείται ακόμα στην κατασκευή συσσωρευτών (μπαταρίες καδμίου-νικελίου) που χρησιμοποιούνται στην αστροναυτική, εξαιτίας του μικρού τους βάρους. Μεγαλύτερη παραγωγός χώρα κ. είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες με περίπου 4.500 τόνους τον χρόνο. Το κ. που εξάγεται χρησιμοποιείται κατά 66% στην ηλεκτρολυτική επικαδμίωση, κατά 20% στην κατασκευή κίτρινων και ερυθρών χρωμάτων και το υπόλοιπο 14% σε άλλους τομείς.
* * *το(μεταλλ.) λευκό μέταλλο, ανάλογο με τον ψευδάργυρο, πολύ ελατό και όλκιμο, χημικό στοιχείο με σύμβολο Cd.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. cadmium < λατ. cadmia < καδμεία «είδος ορυκτού» (βλ. καδμείος)].
Dictionary of Greek. 2013.